- πολυφωνικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυφωνία (α. «πολυφωνική μουσική σύνθεση» β. «πολυφωνικό άσμα»).επίρρ...πολυφωνικώς και -άκατά τρόπο πολυφωνικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυφωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.